Обтяжувати στα ελληνικά

Μετάφραση: обтяжувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθομαι, επιδεινώνω, βάρος, φορτίο, επιβάρυνση, επιβάρυνσης, βάρους
Обтяжувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • актуальний στα ελληνικά - τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, επίκαιρα
  • зглянутися στα ελληνικά - Για να επισκεφτείτε, Για να επισκεφθείτε, να επισκεφθείτε, να επισκεφτείτε, να επισκεφθεί
  • лазурний στα ελληνικά - κυανός, Cerulean, Το Cerulean, βαθυγάλανη, γαλανός
  • маргарини στα ελληνικά - περιθώριο, μαργαρίνες, μαργαρινών, οι μαργαρίνες, μαργαρίνες που, τις μαργαρίνες
Τυχαίες λέξεις
Обтяжувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθομαι, επιδεινώνω, βάρος, φορτίο, επιβάρυνση, επιβάρυνσης, βάρους