Λέξη: χυμώδης

Σχετικές λέξεις: χυμώδης

χυμώδης ίνα, χυμώδης συνώνυμα

Συνώνυμα: χυμώδης

ζουμερός, εύχυμος, ανόητος, αδύνατος, μαλακός, πλαδαρός, γλυκύτατος, εύγευστος

Μεταφράσεις: χυμώδης

χυμώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
juicy, sappy, luscious, squashy, chymous

χυμώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suculento, jugoso, acuoso, jugosa, jugosas, jugosos, juicy

χυμώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unartig, ungezogen, wollüstig, saftig, sittenlos, saftige, saftigen, saftiges, juicy

χυμώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
relevé, juteux, truculent, juteuse, piquant, corsé, fondant, succulent, sensuel, juteuses, juicy

χυμώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
succoso, succosa, sugoso, sugosa, succosi

χυμώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suculento, suculenta, maduro, suculentos, juicy

χυμώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zinnelijk, sappig, sappige, juicy

χυμώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
первоклассный, сырой, налитой, сочный, превосходный, дождливый, сочные, сочная, сочной, сочное

χυμώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
saftig, saftige

χυμώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
saftig, mustig, saftiga, saftigt, Juicy

χυμώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maltoinen, mehevä, ronski, aistillinen, tuhma, mehukas, mehukkaita, mehukasta, juicy

χυμώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
saftig, saftigt, saftige, juicy

χυμώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šťavnatý, pikantní, šťavnaté, šťavnatá

χυμώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
soczysty, pikantny, soczyste, soczysta, juicy, soczystych

χυμώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lédús, szaftos, zamatos

χυμώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şehvetli, sulu, juicy, sulu bir

χυμώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сік, соковитий, соковита, соковите

χυμώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me lëng, plot lëng, lëng, lëng të, interesant

χυμώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сочен, сочни, сочно, сочна

χυμώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сакавіты, сочный, сакавітая, сакаўны, сакавітае

χυμώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mahlane, mahlased, mahlakas, mahlase

χυμώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sočan, sočno, sočne, sočna, socan

χυμώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
safaríkur, Juicy, safaríkt, mergjaður

χυμώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sultingas, sultingi, sultinga, juicy

χυμώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sulīgs, sulīga, sulīgi, sulīgu

χυμώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сочно, сочни, сочна, сочен

χυμώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suculent, suculentă, suculenta, suculente, zemoase

χυμώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sočno, sočen, sočna, sočne, socno

χυμώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šťavnatý, šťavnaté, šťavnatá
Τυχαίες λέξεις