Κάθομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: κάθομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перебувати, посидьте, сидіти, обтяжувати, уміщати, сидітиме, сидітимуть
Κάθομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάθομαι

κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, κάθομαι συνώνυμα, κάθομαι σταυροπόδι, κάθομαι κλίση, κάθομαι εδώ και κάθομαι, κάθομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κάθομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κάθετος στα ουκρανικά - вершини, вертикальний
  • κάθισμα στα ουκρανικά - уміщувати, поселити, уміщати, розміщатися, садити, сидіння, сидінні, ...
  • κάκτος στα ουκρανικά - кактус
  • κάκωση στα ουκρανικά - лесбійський, лесбіянка, травма, травми
Τυχαίες λέξεις
Κάθομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перебувати, посидьте, сидіти, обтяжувати, уміщати, сидітиме, сидітимуть