Обширний στα ελληνικά
Μετάφραση: обширний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дозрілий στα ελληνικά - μεστώνω, ωριμάζω, ωριμάσει, ωρίμασε, ωρίμανσης, ωρίμανση, ωριμάζει
- затверджувати στα ελληνικά - τοποθετώ, διαβεβαιώνω, ισχυρίζομαι, υποβάλλω, τοποθεσία, υποστηρίζω, πιστοποιώ, ...
- звідники στα ελληνικά - καρφίτσα, γόμφος, νταβατζήδες, προαγωγούς, μαστροπούς, μαστροπών, μαστροποί
- концертний στα ελληνικά - συναυλία, συναυλίες, για συναυλίες, συναυλιών, συναυλίας
Τυχαίες λέξεις
Обширний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Μεταφράσεις: εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο