Оглядати στα ελληνικά
Μετάφραση: оглядати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρευνα, ανασκόπηση, μελέτη, εξετάζω, κάνω, θέα, άποψη, ενόψει, όψη, προβολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бивень στα ελληνικά - χαυλιόδοντας, μπρόσμιου, μπρόσμιος, μπρόσμιο, τον μπρόσμιο
- гойдати στα ελληνικά - ταλαντώνομαι, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
- довгостроковий στα ελληνικά - μόνιμος, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
- досягати στα ελληνικά - αποκτώ, επιτυγχάνω, κατορθώνω, προμηθεύομαι, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Оглядати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρευνα, ανασκόπηση, μελέτη, εξετάζω, κάνω, θέα, άποψη, ενόψει, όψη, προβολή
Μεταφράσεις: έρευνα, ανασκόπηση, μελέτη, εξετάζω, κάνω, θέα, άποψη, ενόψει, όψη, προβολή