Λέξη: κνίδωση
Σχετικές λέξεις: κνίδωση
κνίδωση σε όλο το σώμα, κνίδωση εκ ψύχους, κνίδωση και διατροφή, κνίδωση σε παιδιά, κνίδωση εκ πιέσεως, κνίδωση θεραπεία, κνίδωση και αγγειοοίδημα, κνίδωση φάρμακα, κνίδωση (ουρτικάρια), κνίδωση και ομοιοπαθητική
Συνώνυμα: κνίδωση
εξάνθημα, ερυθρά εξανθήματα, φαγούρα
Μεταφράσεις: κνίδωση
κνίδωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
itch, hives, urticaria
κνίδωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
picazón, rascar, picar, urticaria, colmenas, ronchas, las colmenas, la urticaria
κνίδωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begierde, kratzen, jucken, krätze, juckreiz, verlangen, Nesselsucht, Bienenstöcke, Nessel
κνίδωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
démangeaison, gale, gratter, démanger, prurit, urticaire, ruches, l'urticaire, les ruches, des ruches
κνίδωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prudere, prurito, orticaria, alveari, arnie, hive, gli alveari
κνίδωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urticária, colmeias, colméias, colmeia, seções
κνίδωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jeuk, kriebelen, krieuwelen, jeuken, netelroos, bijenkorven, bijenkasten, galbulten, korven
κνίδωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зудеть, жажда, чесотка, зуд, крапивница, ульев, ульи, кусты, сыпь
κνίδωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skabb, klø, kløe, elveblest, strukturer, utslett, urtikaria
κνίδωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skabb, klia, nässelfeber, nässelutslag, bikupor, kupor, bikuporna
κνίδωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarve, hinku, kutka, syyhy, kutina, kutkutus, raapia, nokkosihottuma, pesien, mehiläispesien, nokkosihottumaa, nokkosrokko
κνίδωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nældefeber, bistader, stader, udslæt, kløende udslæt
κνίδωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svědět, škrábat, svrbění, svrbět, svědit, kopřivka, úly, kopřivku, vyrážka, úlů
κνίδωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świerzbienie, swędzieć, zaswędzić, swędzenie, świerzbieć, chęć, świąd, swędzić, świerzbić, gryźć, pokrzywka, ule, uli, pokrzywkę, pokrzywki
κνίδωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
viszketés, rühösség, csalánkiütés, kaptárak, csalánkiütést, kiütések, csalánkiütések
κνίδωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaşıntı, kurdeşen, ürtiker, kovanları, kovanlar, hives
κνίδωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кропив'янка, кропивниця
κνίδωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
urtikarie, koshere, kosheret, koshere të
κνίδωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
копривна треска, уртикария, кошери, кошерите, уртики
κνίδωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крапіўніца
κνίδωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sügelema, kibelema, nõgestõbi, tarude, nõgeslööve, tarud, kublad
κνίδωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šuga, svrbjeti, svrab, osip, koprivnjača, košnice, urtikarija, pčelinje zajednice
κνίδωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ofsakláði, ofsakláða, útbrot, búum, kláði
κνίδωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dilgėlinė, aviliai, dilgėlinę, dilgėline, avilių
κνίδωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nātrene, nātreni, stropi, stropus, hives
κνίδωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коприва, кошници, кошниците, уртикарија, осип
κνίδωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urticarie, stupi, stupii, stupilor, urticaria
κνίδωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koprivnica, koprivnico, izpuščaji, panje, panji
κνίδωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žihľavka, urtikária, žihľavku
Στατιστικά δημοτικότητας: κνίδωση
Τυχαίες λέξεις