Одна στα ελληνικά

Μετάφραση: одна, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μία, ένας, ένα, Ένα, Μία, Μια, One
Одна στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виходе στα ελληνικά - κείμενο, έκβαση, διάβαση, κατάληξη, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, ...
  • загорятися στα ελληνικά - ανάβει, ανάβουν, ανάψει, να ανάβει, ανάψουν
  • калічення στα ελληνικά - μουντζούρα, παραμόρφωση, στην καταστροφή, αλλοίωσης
  • малодушний στα ελληνικά - αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, δειλός, Craven, άνανδρη, άνανδρου, δειλή
Τυχαίες λέξεις
Одна στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μία, ένας, ένα, Ένα, Μία, Μια, One