Означити στα ελληνικά

Μετάφραση: означити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφαίνω, σημαίνω, υποδηλώ, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Означити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • затримати στα ελληνικά - συλλαμβάνω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
  • захлинатися στα ελληνικά - λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
  • зневажте στα ελληνικά - κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
  • мачуха στα ελληνικά - μητριά, θετή μητέρα, τη θετή μητέρα, τη μητριά, η θετή μητέρα
Τυχαίες λέξεις
Означити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφαίνω, σημαίνω, υποδηλώ, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει