Оплакувати στα ελληνικά
Μετάφραση: оплакувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοθρήνητος, ελεεινολογώ, θρηνώ, πενθώ, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виховати στα ελληνικά - τρένο, θετός, μορφώνω, ανατρέφω, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, υιοθετώ, ...
- дива στα ελληνικά - τεράστιος, πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ντίβα της
- екологічний στα ελληνικά - οικολογικός, οικολογική, οικολογικών, οικολογικής, οικολογικά
- землистий στα ελληνικά - γήινος, γήινα, γήινους, γήινες, γήινη
Τυχαίες λέξεις
Оплакувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοθρήνητος, ελεεινολογώ, θρηνώ, πενθώ, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν
Μεταφράσεις: αξιοθρήνητος, ελεεινολογώ, θρηνώ, πενθώ, θρηνούν, θρηνήσουν, πενθήσουν