Оправити στα ελληνικά

Μετάφραση: оправити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, δεσμεύω, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, opravyty
Оправити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благочестивий στα ελληνικά - ευσεβής, πιστός, ευσεβείς, ευσεβή, ευσεβών, ευσεβούς
  • буйний στα ελληνικά - πολυτάραχος, θυελλώδης, πόθος, πλούσια, πλούσιο, πυκνή, οργιώδη, ...
  • диявольський στα ελληνικά - σατανικός, διαβολικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό
  • записати στα ελληνικά - αποκρούω, αποταμιεύω, εκτός, διασώζω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Оправити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, δεσμεύω, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, opravyty