Орендатор στα ελληνικά
Μετάφραση: орендатор, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγρότης, θήκη, κάτοχος, ενοικιαστής, ένοικος, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бекання στα ελληνικά - βελάζω, βέλασμα, ΒΑΑ, BAA, της BAA, η ΒΑΑ
- благотворно στα ελληνικά - πλήρως, ευεργετικός, ευεργετική, επωφελής, ευεργετικές, ευεργετικά
- вольт στα ελληνικά - βόλτ, volt, βολτ
- гармата στα ελληνικά - πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, κανόνι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Τυχαίες λέξεις
Орендатор στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγρότης, θήκη, κάτοχος, ενοικιαστής, ένοικος, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Μεταφράσεις: αγρότης, θήκη, κάτοχος, ενοικιαστής, ένοικος, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής