Осколок στα ελληνικά
Μετάφραση: осколок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλάσμα, θραύσμα, κομματάκι, αγκίδα, τεμάχιο, θραύσματος, κομμάτι
Μεταφράσεις
- в στα ελληνικά - κάθε, ανυπόφορος, πάνω, ανά, να, για, προς, ...
- валитись στα ελληνικά - ρίχνω, ανατρέπω, γκρεμίζομαι, πέφτω, θρυμματίζω, καταρρεύσει, καταρρέουν, ...
- вивітріться στα ελληνικά - διαβρώνω, vyvitritsya
- дошкульний στα ελληνικά - ευπαθής, υπόλοιπος, επιδεικτικός, εύθικτος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, λογικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Осколок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλάσμα, θραύσμα, κομματάκι, αγκίδα, τεμάχιο, θραύσματος, κομμάτι
Μεταφράσεις: κλάσμα, θραύσμα, κομματάκι, αγκίδα, τεμάχιο, θραύσματος, κομμάτι