Ослабляти στα ελληνικά

Μετάφραση: ослабляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρρικνώνομαι, ανακουφίζω, έμβασμα, εξαντλώ, ζουμί, χυμός, μειώνομαι, μικραίνω, κατευνάζω, εξασθενούν, εξασθενεί, εξασθένηση, εξασθενίζει, μετριάσει
Ослабляти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • глухої στα ελληνικά - νεκρός, απερίσκεπτος, ορμητικός, ακάθεκτος, πεθαμένος, τυφλός, θαμπώνω, ...
  • діва στα ελληνικά - Παρθένος, Παρθενος, Παρθένου, Παρθένο, virgo
  • капітул στα ελληνικά - κεφάλαιο, κεφαλαίου, το κεφάλαιο, του κεφαλαίου, κεφάλαιο αυτό
  • кодекс στα ελληνικά - κώδικας, κωδικός, κωδικό, κώδικα, κωδικού
Τυχαίες λέξεις
Ослабляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρρικνώνομαι, ανακουφίζω, έμβασμα, εξαντλώ, ζουμί, χυμός, μειώνομαι, μικραίνω, κατευνάζω, εξασθενούν, εξασθενεί, εξασθένηση, εξασθενίζει, μετριάσει