Έμβασμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: έμβασμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переказати, ємкість, ослабляти, переклад, переведення, переказ, Переклад цього
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμβασμα
έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό, έμβασμα σε λογαριασμό ετε, έμβασμα λεξικό, έμβασμα sepa, έμβασμα από κύπρο, έμβασμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έμβασμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- έλος στα ουκρανικά - марси, багно, болото
- έλυτρο στα ουκρανικά - лушпайки, стручок, шкірка, полова, лушпиння, оболонка, шар
- έμβολο στα ουκρανικά - пістолети, поршень
- έμβρυο στα ουκρανικά - ембріон, плід
Τυχαίες λέξεις
Έμβασμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: переказати, ємкість, ослабляти, переклад, переведення, переказ, Переклад цього
Μεταφράσεις: переказати, ємкість, ослабляти, переклад, переведення, переказ, Переклад цього