Особисто στα ελληνικά
Μετάφραση: особисто, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικά, σωματικά, ιδίως, ειδικά, προσωπική, προσωπικώς, προσωπικές
Μεταφράσεις
- виконування στα ελληνικά - απαλλαγή, αθώωση, λύτρωση, αντικαθιστώ, εξαγορά, εκπλήρωση, την εκπλήρωση, ...
- гнойовий στα ελληνικά - βρώμικος, βρωμιάρης, Βρωμερό, Mucky, βρωμερού
- гортань στα ελληνικά - λαιμός, λάρυγγας, λάρυγγα, του λάρυγγα, λάρυγγος, το λάρυγγα
- колонізація στα ελληνικά - αποικισμός, αποίκιση, αποικισμού, αποικισμό, τον αποικισμό
Τυχαίες λέξεις
Особисто στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικά, σωματικά, ιδίως, ειδικά, προσωπική, προσωπικώς, προσωπικές
Μεταφράσεις: προσωπικά, σωματικά, ιδίως, ειδικά, προσωπική, προσωπικώς, προσωπικές