Προσωπικά στα ουκρανικά

Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
особисто, персонально, сам
Προσωπικά στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικά

προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσωπικά στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προσχώρηση στα ουκρανικά - додаток, збільшення, приріст, вступ, набуття, набрання, вступу
  • προσωπείο στα ουκρανικά - змішаний, ключка, маска
  • προσωπικό στα ουκρανικά - древко, опертя, жезл, палиця, підтримка, співробітники, працівники, ...
  • προσωπικός στα ουκρανικά - особистий, особовий, персональний, особистого, індивідуальний, приватний
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: особисто, персонально, сам