Охоплювати στα ελληνικά

Μετάφραση: охоплювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπερνώ, αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, προσπερνώ, διαπερνώ, σπιθαμή, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Охоплювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багет στα ελληνικά - κουρεύω, κομψός, ψαλιδίζω, κλαδεύω, μπαγκέτα, μπαγκέτας, baguette, ...
  • визволити στα ελληνικά - δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
  • колорит στα ελληνικά - βαφή, χρωστικός, χρωματισμού, χρωματισμό, χρωματισμός
  • лис στα ελληνικά - αλεπού, Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ
Τυχαίες λέξεις
Охоплювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, προσπερνώ, διαπερνώ, σπιθαμή, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης