Διαπερνώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαπερνώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проходити, охоплювати, осягати, пронизувати, проникати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπερνώ
διερευνώ συνώνυμα, διαπερνώ συνωνυμα, διαπερνώ συνώνυμο, διαπερνώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαπερνώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαπεραστικός στα ουκρανικά - отвір, проникливий, пронизливий, укол, буріння, різкий, гострий, ...
- διαπερατότητα στα ουκρανικά - проникність, проникливість
- διαπιστεύω στα ουκρανικά - уповноважити, повірити, уповноважувати, довіряти, акредитувати
- διαπιστώνω στα ουκρανικά - пересвідчіться, розбити, пересвідчитися, установлювати, закласти, з'ясувати, влаштовувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπερνώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: проходити, охоплювати, осягати, пронизувати, проникати
Μεταφράσεις: проходити, охоплювати, осягати, пронизувати, проникати