Λέξη: φιλάνθρωπος

Σχετικές λέξεις: φιλάνθρωπος

φιλάνθρωπος ειρήνη, φιλάνθρωπος συνώνυμα

Μεταφράσεις: φιλάνθρωπος

φιλάνθρωπος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
charitable, philanthropist, benevolent, humanitarian, a philanthropist

φιλάνθρωπος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caritativo, benéfico, filántropo, filántropa, el filántropo, filántropo de

φιλάνθρωπος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wohltätig, karitativ, Philanthrop, Menschenfreund, Philanthropen, Philantrop

φιλάνθρωπος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
miséricordieux, clément, charitable, philanthropique, bienfaisant, philanthrope, mécène, le philanthrope, un philanthrope

φιλάνθρωπος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
filantropo, filantropa, un filantropo, il filantropo

φιλάνθρωπος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
filantropo, philanthropist, filantropa, filantropo de, um filantropo

φιλάνθρωπος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
charitatief, filantroop, een filantroop, weldoener, de filantroop, mensenvriend

φιλάνθρωπος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благодетельный, благотворительный, милосердный, отзывчивый, добродетельный, щедрый, филантроп, меценат, филантропом, благотворитель, филантропа

φιλάνθρωπος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veldedig, filantrop, filantropen, menneskevenn, filantrop i, philanthropist

φιλάνθρωπος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barmhärtig, filantrop, filantropen, philanthropist, filantropet, philanthropisten

φιλάνθρωπος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
armollinen, ymmärtäväinen, ihmisystävällinen, armelias, hyväntekijä, filantrooppi, ihmisystävä, philanthropist

φιλάνθρωπος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
filantrop, filantropen, filantropist

φιλάνθρωπος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobročinný, lidumilný, milosrdný, shovívavý, filantrop, lidumil, filantropem, filantropa

φιλάνθρωπος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobroczynny, litościwy, charytatywny, życzliwy, miłosierny, filantrop, filantropem, filantropa, philanthropist

φιλάνθρωπος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emberbarát, filantróp, filantrópus, emberbarátként

φιλάνθρωπος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hayırsever, bir hayırsever, hayırseverdir, hayırseveriydi, bir hayırseverdir

φιλάνθρωπος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
благодійний, чуйний, щедрий, добродійний, філантроп

φιλάνθρωπος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
filantrop, filantropist, filantropisti, filantrop i, filantropit

φιλάνθρωπος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
филантроп, филантропа, човеколюбец

φιλάνθρωπος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
філантроп, філянтроп

φιλάνθρωπος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heategev, heatahtlik, filantroop, filantroobi, filantroopi, heategija

φιλάνθρωπος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdašan, bolećiv, filantrop, dobrotvor, čovjekoljubac, dobrotvora, filantropistu

φιλάνθρωπος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mannvinur

φιλάνθρωπος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filantropas, filantropu, mecenatas, filantropė, filantrop

φιλάνθρωπος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filantrops, mecenāts, filantropa, labdaris

φιλάνθρωπος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
филантроп, филантропот, човекољубец

φιλάνθρωπος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
filantrop, filantropul, filantropist, filantropului

φιλάνθρωπος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
filantrop, človekoljub, Čovjekoljubac

φιλάνθρωπος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobročinný, filantrop, filantrop aj
Τυχαίες λέξεις