Ошукувати στα ελληνικά
Μετάφραση: ошукувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απάτη, fob, fob που, στάδιο fob, τιμή fob
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вугіллям στα ελληνικά - βρόμικος, βρώμικος, κάρβουνο, άνθρακα, ξυλάνθρακα, ενεργό άνθρακα, άνθρακας
- деномінація στα ελληνικά - ονομασία, ονομαστική αξία, ονομασίας, ονομαστικής αξίας, ονομασία της
- з'єднування στα ελληνικά - μονάδα, συνδέσεις, συνδέσεων, τις συνδέσεις, σύνδεση, οι συνδέσεις
- лісорозробки στα ελληνικά - υλοτομία, υλοτομίας, καταγραφή, καταγραφής, την καταγραφή
Τυχαίες λέξεις
Ошукувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απάτη, fob, fob που, στάδιο fob, τιμή fob
Μεταφράσεις: απάτη, fob, fob που, στάδιο fob, τιμή fob