Λέξη: παρατηρητής

Σχετικές λέξεις: παρατηρητής

παρατηρητής αε, παρατηρητής αγίων αναργύρων, παρατηρητής χολαργού, παρατηρητής φλώρινας, παρατηρητής ημαθίας, παρατηρητής άρτας, παρατηρητής της λακωνίας, παρατηρητής εφημερίδα, παρατηρητής της θράκης, παρατηρητής σπάρτης

Συνώνυμα: παρατηρητής

κατοπτευτής, θεατής

Μεταφράσεις: παρατηρητής

παρατηρητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
observer, watcher, an observer, observers, observer shall

παρατηρητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
observador, de observador, observadores, observadora, de observadores

παρατηρητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betrachterin, ermittler, kommentator, zuschauer, Beobachter, Betrachter, Beobachters, Betrachters

παρατηρητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commentateur, observateur, observateurs, observation, qu'observateur

παρατηρητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
osservatore, dell'osservatore, di osservatore, osservatori, all'osservatore

παρατηρητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
observador, de observador, observadores, observadora, observação

παρατηρητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waarnemer, observator, van waarnemer, toeschouwer, waarnemers

παρατηρητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соглядатай, наблюдатель, обозреватель, наблюдателя, наблюдателем, наблюдателей

παρατηρητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
observatør, observatøren, betrakter, betrakteren

παρατηρητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
observatör, observatörs, observatören, betraktaren, observatörens

παρατηρητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkkailija, havainnoitsija, tähystäjä, tarkkailijan, tarkkailijana, tarkkailijaksi

παρατηρητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
observatør, observatøren, observatørstatus, iagttager, observatoer

παρατηρητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pozorovatel, pozorovatele, pozorovatelem, pozorovatelů

παρατηρητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obserwator, obserwatora, obserwatorem, obserwatorów

παρατηρητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfigyelő, megfigyelőként, megfigyelői, megfigyelőt, megfigyelési

παρατηρητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gözlemci, bir gözlemci, gözlemcinin, gözlemcisi

παρατηρητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оглядач, спостерігач

παρατηρητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbikëqyrës, zbatues, vëzhgues, vëzhgues i, vëzhguesi

παρατηρητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наблюдател, наблюдатели, на наблюдател, на наблюдатели

παρατηρητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
назіральнік, наглядальнік, назіральніца

παρατηρητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaatleja, vaatlejana, vaatlejate, vaatlejale

παρατηρητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gledatelj, promatrač, posmatrač, promatrača, promatrac, promatra

παρατηρητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áheyrnarfulltrúa, áheyrnarfulltrúi, áhorfandinn, áhorfandi, grunsamlegt

παρατηρητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stebėtojas, apžvalgininkas, stebėtojo, stebėtojai, stebėtoja, stebėtoją

παρατηρητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
komentētājs, novērotājs, novērotāju, novērotāja, novērotājam

παρατηρητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
набљудувач, набљудувачот, посматрач, набљудувачи, набљудувачки

παρατηρητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
observator, de observator, observatori, observatorilor, observare

παρατηρητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opazovalec, opazovalca, opazovalka, opazovalke, opazovanja

παρατηρητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pozorovateľ, pozorovateľa, pozorovatelia, pozorovateľ na

Στατιστικά δημοτικότητας: παρατηρητής

Τυχαίες λέξεις