Пакувальник στα ελληνικά

Μετάφραση: пакувальник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσκευαστής, συσκευαστή, του συσκευαστή, ο συσκευαστής, συσκευαστού
Пакувальник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дозвольте στα ελληνικά - επιτρέπω, αφήνω, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, αφήσουμε
  • завидний στα ελληνικά - τροφαντός, παχουλός, ζηλευτός, αξιοζήλευτη, αξιοζήλευτο, ζηλευτή, ζηλευτό
  • заспокоювати στα ελληνικά - κατευνάζω, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
  • комедія στα ελληνικά - κωμωδία, κωμωδίας, την κωμωδία, κωμωδία του, κομεντί
Τυχαίες λέξεις
Пакувальник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσκευαστής, συσκευαστή, του συσκευαστή, ο συσκευαστής, συσκευαστού