Певен στα ελληνικά

Μετάφραση: певен, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακριβώς, βέβαιος, σίγουρος, σίγουροι, είστε σίγουροι, βέβαιοι
Певен στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випис στα ελληνικά - επιτομή, εκχύλισμα, αποσπώ, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
  • візувати στα ελληνικά - μάγγαινα, vise, μέγγενη, μέγκενη, μέγγενης
  • заливка στα ελληνικά - αρχέγονος, πρωτόγονος, σκίαση, Σκίασης, Η σκίαση, τη σκίαση, Σκίαστρα
  • корінною στα ελληνικά - ιθαγενής, εγχώριος, αυτόχθονες, αυτοχθόνων, αυτόχθονων
Τυχαίες λέξεις
Певен στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακριβώς, βέβαιος, σίγουρος, σίγουροι, είστε σίγουροι, βέβαιοι