Перевантажування στα ελληνικά
Μετάφραση: перевантажування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβλάπτω, παραφορτώνω, μετακομίζω, χειροτερεύω, επαναφόρτωση, την επαναφόρτωση, επαναφόρτωσης, μεταφόρτωσης, επανατοποθέτηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взірець στα ελληνικά - δείγμα, υπόδειγμα, ψυχή, δοκιμάζω, παράδειγμα, πρότυπο, υποδειγματικών, ...
- дипломат στα ελληνικά - διπλωμάτης, διπλωμάτη, διπλωμάτης των
- журнали στα ελληνικά - ταξίδι, ταξιδεύω, περιοδικά, περιοδικών, εφημερίδες, επιστημονικά περιοδικά, τα περιοδικά
- згортати στα ελληνικά - πήζω, πτυχή, δίπλωμα, φορές, διπλώστε, fold
Τυχαίες λέξεις
Перевантажування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβλάπτω, παραφορτώνω, μετακομίζω, χειροτερεύω, επαναφόρτωση, την επαναφόρτωση, επαναφόρτωσης, μεταφόρτωσης, επανατοποθέτηση
Μεταφράσεις: παραβλάπτω, παραφορτώνω, μετακομίζω, χειροτερεύω, επαναφόρτωση, την επαναφόρτωση, επαναφόρτωσης, μεταφόρτωσης, επανατοποθέτηση