Передплачувати στα ελληνικά

Μετάφραση: передплачувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσφέρω, ασφαλίζω, εγγυώμαι, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
Передплачувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вмерти στα ελληνικά - φύση, μακριά, ανάσα, αναπνοή, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, ...
  • двошлюбність στα ελληνικά - διγαμία, dvoshlyubnist
  • з-поміж στα ελληνικά - μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, στους, στις
  • користатися στα ελληνικά - χαίρω, χρησιμοποιώ, απολαμβάνω, χρήση, απολαύσετε, απολαύσουν, απολαμβάνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Передплачувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσφέρω, ασφαλίζω, εγγυώμαι, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε