Перемогти στα ελληνικά

Μετάφραση: перемогти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήττα, ξεπερνώ, υπερβαίνω, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Перемогти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акробат στα ελληνικά - ακροβάτης, Acrobat, ακροβάτη, το Acrobat, ακροβατών
  • анемічний στα ελληνικά - αναιμικός, αναιμικούς, αναιμική, αναιμικά, αναιμικοί
  • бурлеск στα ελληνικά - παρωδία, μπουρλέσκ, μπουρλέσκο, burlesque, γελοιοποιώ
  • диван στα ελληνικά - καναπές, καναπέ, καναπέδες
Τυχαίες λέξεις
Перемогти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήττα, ξεπερνώ, υπερβαίνω, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει