Перерву στα ελληνικά
Μετάφραση: перерву, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενόχληση, κλάσμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вуглевод στα ελληνικά - υδατάνθρακας, υδατανθράκων, υδατάνθρακα, υδατάνθρακες, σε υδατάνθρακες
- відбивання στα ελληνικά - χτύπημα, ήττα, ξυλοδαρμό, ξυλοδαρμός, παλλόμενη
- здоровий στα ελληνικά - ρωμαλέος, γερός, ανθεκτικός, λογικός, υγιής, υγιή, υγιείς, ...
- мелодія στα ελληνικά - μελωδία, κουρδίζω, μελωδίας, τη μελωδία, ελωδία, μελωδίες
Τυχαίες λέξεις
Перерву στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενόχληση, κλάσμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
Μεταφράσεις: ενόχληση, κλάσμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο