Переховувати στα ελληνικά
Μετάφραση: переховувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρύβω, καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белькотати στα ελληνικά - ασυναρτησίες, φλυαρώ, κελαρύζω, φλυαρία, φλυαρίας, παρλαπίπες, φλυαρία που, ...
- вібрування στα ελληνικά - κραδασμός, δόνηση, κραδασμούς, κραδασμών, δόνησης, δονήσεις
- енергійний στα ελληνικά - ρωμαλέος, ακμαίος, δραστήριος, δυνατός, ενεργητικός, ενεργός, πικάντικος, ...
- лишитися στα ελληνικά - κατάλοιπο, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Τυχαίες λέξεις
Переховувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρύβω, καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
Μεταφράσεις: κρύβω, καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη