Λέξη: ανθρωπότητα
Σχετικές λέξεις: ανθρωπότητα
ανθρωπότητα μάιος 2011, ανθρωπότητα και χρόνος, ανθρωπότητα αγγλικά
Συνώνυμα: ανθρωπότητα
ανθρώπινο γένος, άνθρωποι, ανθρωπότης, φιλανθρωπία, ανθρωπισμός
Μεταφράσεις: ανθρωπότητα
ανθρωπότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
humanity, mankind, humankind, of humanity, humanity is
ανθρωπότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humanidad, la humanidad, a la humanidad
ανθρωπότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menschheit, menschen, humanität, menschlichkeit, Menschheit, Menschlichkeit, Humanität, die Menschheit, Menschen
ανθρωπότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
humains, humanité, l'humanité
ανθρωπότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umanità, l'umanità, dell'umanità, all'umanità
ανθρωπότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humanidade, a humanidade, da humanidade, homem
ανθρωπότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mensheid, mensdom, menselijkheid, de mensheid, de menselijkheid, mens
ανθρωπότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
человечество, гуманность, толпа, человечность, человеколюбие, человечества, человечеству, человечеством
ανθρωπότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
menneskehet, menneskeheten, menneskelighet, humanitet, heten, menneskehetens
ανθρωπότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mänsklighet, mänskligheten, mänsklighetens, mänsklig, människan
ανθρωπότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihmisrotu, ihmisystävällisyys, ihmisyys, humaanius, ihmiskunta, ihminen, inhimillisyys, ihmiskunnan, ihmiskuntaa, ihmisyyttä, ihmiskunnalle
ανθρωπότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
menneskeheden, menneskehedens, menneskelighed, menneskehed
ανθρωπότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lidství, lidskost, lidstvo, lidskosti, lidstvu
ανθρωπότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
człowieczeństwo, humanitarność, ludzkość, ludzkości, człowieczeństwa
ανθρωπότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emberiesség, emberiség, az emberiség, emberiséget, emberi, az emberiséget
ανθρωπότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
insanlık, insanlığın, insanlığa, insanlığı
ανθρωπότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
юрба, юрма, натовп, людство, гуманність
ανθρωπότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
humanizëm, njerëzim, njerëzimi, njerëzimit, njerëzimin
ανθρωπότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
човечество, човечност, хуманност, човечеството, Humanity
ανθρωπότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавецтва
ανθρωπότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inimlikkus, inimkond, humaansus, inimkonna, inimkonnale, inimkonda
ανθρωπότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čovječanstvo, dobrota, je čovječanstvo, humanost, ljudskost, čovječanstvu
ανθρωπότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mannkynið, mannkyninu, mannúð, sem mannkynið, mennska
ανθρωπότητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
clementia
ανθρωπότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žmonija, žmonijai, žmogiškumas, žmoniją, žmogiškumo
ανθρωπότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilvēce, cilvēci, cilvēces, cilvēcei, cilvēcība
ανθρωπότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
човештвото, хуманост, хуманоста, човечност, човечноста
ανθρωπότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umanitate, umanității, omenirii, umanitatea, omenirea
ανθρωπότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
človeštvo, humanost, človečnost, človečnosti, človeštva
ανθρωπότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
humanita, ľudstvo, ľudstva