Переїхати στα ελληνικά

Μετάφραση: переїхати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποικώ, αποδημώ, κίνηση, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται
Переїхати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анклав στα ελληνικά - θύλακα, θύλακο, θύλακας, θύλακα του, περίκλειστο έδαφος
  • аніс στα ελληνικά - γλυκάνισο, γλυκάνισου, ανίσου, άνισου, άνισο
  • електрон στα ελληνικά - σωμάτιο, κύτταρο, ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική
  • корозія στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
Τυχαίες λέξεις
Переїхати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποικώ, αποδημώ, κίνηση, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται