Періодично στα ελληνικά
Μετάφραση: періодично, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абзац στα ελληνικά - υπόδειξη, παράγραφος, ανεξαρτησία, παράγραφο, παραγράφου, σκέψη, εδάφιο
- відмовити στα ελληνικά - αποθαρρύνω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
- мерзлякувато στα ελληνικά - ψυχρός, ψυχρό, τσίλι, ψυχρές, chilly
- миловидність στα ελληνικά - ομορφιά, loveliness, ωραιότητά, η ωραιότητά, ερασμιότητα
Τυχαίες λέξεις
Періодично στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους
Μεταφράσεις: περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους