Плагіатор στα ελληνικά
Μετάφραση: плагіатор, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πανώλης, λογοκλοπή, λογοκλόπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виробляючий στα ελληνικά - πρόσχαρος, ζεστός, φιλικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, ...
- збільшує στα ελληνικά - μεγαλοποιώ, αυξήσεις, οι αυξήσεις, αυξάνει, αυξήσεων, αυξάνεται
- координата στα ελληνικά - συντεταγμένη, συντονίζει, συντονίζουν, συντονίσουν, συντονίσει
- крутою στα ελληνικά - κοφτός, απότομος, επίπονος, δραστικός, απόκρημνος, απότομη, απότομες, ...
Τυχαίες λέξεις
Плагіатор στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πανώλης, λογοκλοπή, λογοκλόπος
Μεταφράσεις: πανώλης, λογοκλοπή, λογοκλόπος