Λέξη: συσσωρεύω
Σχετικές λέξεις: συσσωρεύω
συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα
Συνώνυμα: συσσωρεύω
σωρεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω πλούτη, θησαυρίζω, συσσωρεύομαι, συσφαιρώνω, συνενώνω, γίνομαι μια μάζα
Μεταφράσεις: συσσωρεύω
συσσωρεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accumulate, heap, hoard, pile, conglomerate
συσσωρεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acumular, acumularse, conglomerar, aglomerar, montón, pila, montón de, heap, almacenamiento dinámico
συσσωρεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhäufen, einsammeln, sammeln, ansammeln, kumulieren, Haufen, Heap
συσσωρεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
masser, rassembler, empiler, réunir, accumulez, agglomérer, entassons, amoncellent, augmenter, échafauder, cumuler, amoncelez, amasser, entasser, amoncelons, ramasser, tas, amas, monceau, tas de, heap
συσσωρεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammassare, immagazzinare, accumulare, mucchio, heap, cumulo, ammasso, di heap
συσσωρεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amontoar, acumular, empilhar, montão, pilha, heap, monte, de heap
συσσωρεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opeenstapelen, accumuleren, tassen, opeenhopen, opstapelen, ophopen, hoop, heap, berg, hoopje, stapel
συσσωρεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
складывать, накоплять, нагромоздить, громоздить, натечь, накопляться, натекать, копить, накопиться, нарастать, скопиться, скучивать, наслаиваться, копиться, скапливаться, аккумулировать, куча, кучи, кучу, кучного, вороха
συσσωρεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samle, heap, haug, haugen
συσσωρεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hopsamla, samla, heap, hög, högen, upplag
συσσωρεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasata, kartuttaa, patoutua, kasaantua, kasvaa, kerääntyä, kerätä, pino, kasa, kasaan, kasan, heap
συσσωρεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bunke, dynge, heap
συσσωρεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
narůstat, kupit, shromažďovat, nashromáždit, akumulovat, hromadit, nahromadit, sbírat, kumulovat, nakupit, halda, hromada, haldy, hromadu, heap
συσσωρεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakumulować, nagromadzić, skumulować, nasadzać, akumulować, zgromadzić, zbierać, skupiać, zgromadzać, odkładać, kumulować, narastać, kupa, sterta, stos, sterty, heap
συσσωρεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halom, kupac, halommemória, heap, rakás
συσσωρεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
biriktirmek, yığmak, yığın, öbek, yığını, heap, bir yığın
συσσωρεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збиратися, складувати, накопичувати, купчити, купа, куча
συσσωρεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grumbull, tog, sasi e madhe, pirg, mal
συσσωρεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
купчина, куп, грамада, купчината, накуп
συσσωρεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
куча
συσσωρεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
akumuleeruma, hunnik, puistang, kuhja, laduma, kuhi
συσσωρεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nalegnut, naslonjen, gomila, hrpa, heap, posrijedi nakupina, mnoštvo
συσσωρεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrúga, varða, varða skal, grjóthrúgu
συσσωρεύω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
accumulo
συσσωρεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susikaupti, krūva, kaupas, apiberti, kaugė, malka
συσσωρεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaudze, grēda, čupa, sakraut, apbērt
συσσωρεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грамада, куп, купот
συσσωρεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grămadă, morman, heap, movilă, memorie heap
συσσωρεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kupit, heap, kopice, kopica, kup, jalovišče
συσσωρεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
halda, haldy, kopa
Τυχαίες λέξεις