Плямувати στα ελληνικά

Μετάφραση: плямувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλίδα, λεκιάζω, λεκές, λεκέ, λεκέδων, χρώση
Плямувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • візуалізація στα ελληνικά - οπτικά, οραματισμός, οπτικοποίηση, απεικόνιση, απεικόνισης, οπτικοποίησης
  • кисть στα ελληνικά - μολύβι, βούρτσα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
  • корисливо στα ελληνικά - μισθοφόρος, μισθοφορικός, σωρευτικά, αθροιστικά, συσσωρευτικά, συσσωρευτικά συνίσταται, σωρευτικά οι
  • крапка στα ελληνικά - περίοδος, διάστημα, κουκίδα, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο
Τυχαίες λέξεις
Плямувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλίδα, λεκιάζω, λεκές, λεκέ, λεκέδων, χρώση