Побільшення στα ελληνικά
Μετάφραση: побільшення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενίσχυση, φλεγμονή, ενοχοποιώ, πρήξιμο, μεγέθυνση, διευρυμένη, διευρυμένης, μεγενθυμένη, διευρυμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бичуйте στα ελληνικά - καυτηριάζεται, ψέγει, στηλιτεύει, καυτηριάζεται η
- дієта στα ελληνικά - διαιτολόγιο, διατροφή, σύνταγμα, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, τη διατροφή
- еспаньйолка στα ελληνικά - espanyolka
- зуби στα ελληνικά - δόντια, δοντιών, τα δόντια, οδόντων, των δοντιών
Τυχαίες λέξεις
Побільшення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενίσχυση, φλεγμονή, ενοχοποιώ, πρήξιμο, μεγέθυνση, διευρυμένη, διευρυμένης, μεγενθυμένη, διευρυμένο
Μεταφράσεις: ενίσχυση, φλεγμονή, ενοχοποιώ, πρήξιμο, μεγέθυνση, διευρυμένη, διευρυμένης, μεγενθυμένη, διευρυμένο