Λέξη: μαλλιά

Σχετικές λέξεις: μαλλιά

μαλλιά που φριζάρουν, μαλλιά ονειροκρίτης, μαλλιά 2014, μαλλιά σγουρά, μαλλιά άνοιξη 2014, μαλλιά κουβάρια, μαλλιά ομπρε, μαλλιά πλεξίματος, μαλλιά ombre, μαλλιά καλοκαίρι 2014, χτενίσματα, μακριά μαλλιά, βιταμίνες για μαλλιά, κοντά μαλλιά, κόκκινα μαλλιά, σγουρά μαλλιά, μαλλιά 2013, ονειροκρίτης μαλλιά, καρέ μαλλιά, ξανθά μαλλιά

Συνώνυμα: μαλλιά

τρίχα, κόμη, τρίχωμα

Μεταφράσεις: μαλλιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hair, dryers, the hair, her hair, of hair
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cabello, pelo, de pelo, el pelo, del pelo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haar, haare, Haar, Haare, Haaren
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cheveu, chevelure, pelage, épiler, crin, cheveux, poil, poils, les cheveux, des cheveux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chioma, capello, capigliatura, capelli, i capelli, dei capelli, di capelli, pelo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saraiva, cabelo, granizo, pêlo, de cabelo, cabelos, do cabelo, o cabelo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haren, haar, haardos, hair, het haar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шерсть, прическа, ворс, щетина, волосок, шерстинка, волос, волосы, волосы на, для волос, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hår, håret, hair, uten, stryke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hår, hårstrå, håret, hair
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hiukset, karva, jouhi, hapsi, letti, tukka, ihokarva, Hiusten, hair, hiuksia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hår, håret, hair, hårtørrer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlas, žíně, chlup, vlasy, vysoušeč, vlasů, na vlasy, srst
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włos, włosy, sierść, owłosienie, szczotka, włosie, włosów, do włosów
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sörte, hajszáldrót, haj, hajszál, hajszálrugó, haja, haját, hajszárító, szőr
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıl, tüy, saç, hair, saçlar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
волосину, шерсть, вовну, зніяковілості, волосин, волосся
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qime, flok, flokët, flokëve, e flokëve, flokët e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коса, косата, на косата, дъска, дъска за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
воласы, валасы, волосы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juuksed, karvad, karv, juuste, juukseid, föön
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dlaka, kosa, kosu, vlas, kose, sušilo, sušilo za
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hár, hárið, hárin, hárinu, hári
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
capillus, crinis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plaukas, plaukai, Plaukų, plaukuotumas, rašomasis, lyginimo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mati, spalva, mats, Matu, Hair, matiem, matus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
длаката, коса, косата, за коса, на косата, на коса
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
păr, de păr, par, părul, parului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
las, lasje, lase, hair, dlake
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlas, vlasy, chlp, vlasmi, vlasov

Στατιστικά δημοτικότητας: μαλλιά

Τυχαίες λέξεις