Πρήξιμο στα ουκρανικά
Μετάφραση: πρήξιμο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збільшення, здуття, побільшення, пухлина, пухлину, пухлини
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρήξιμο
πρήξιμο ματιών, πρήξιμο στο στήθος, πρήξιμο στήθους, πρήξιμο στο χέρι, πρήξιμο στην εγκυμοσύνη, πρήξιμο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πρήξιμο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πρέσβης στα ουκρανικά - посланець, вісник, вістун, посол
- πρήζω στα ουκρανικά - здіймати, розбухнути, підважувати, пухлину, роздуватися, роздувається
- πρίγκιπας στα ουκρανικά - примас, примус, принц
- πρίζα στα ουκρανικά - впадина, заглибину, западина, відважно, заглиблення, розетка, розетки, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρήξιμο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: збільшення, здуття, побільшення, пухлина, пухлину, пухлини
Μεταφράσεις: збільшення, здуття, побільшення, пухлина, пухлину, пухлини