Поглинути στα ελληνικά
Μετάφραση: поглинути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφώ, καταβροχθίζω, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гарний στα ελληνικά - πρόστιμο, αγαθός, επικρατώ, επιθυμητός, επιφυλακτικότητα, όμορφος, ολιγολογία, ...
- денною στα ελληνικά - πλήρους απασχόλησης, με πλήρες ωράριο, πλήρη απασχόληση, πλήρους, πλήρες ωράριο
- докладно στα ελληνικά - ιδίως, εκτεταμένα, ειδικά, ικανοποιητικά, στενά, στενή, εκ του σύνεγγυς, ...
- зачиняти στα ελληνικά - κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Τυχαίες λέξεις
Поглинути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφώ, καταβροχθίζω, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Μεταφράσεις: απορροφώ, καταβροχθίζω, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει