Подвоїти στα ελληνικά

Μετάφραση: подвоїти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Подвоїти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брехун στα ελληνικά - ψεύτης, ψεύτη, ψεύτρα, ψεύστης
  • електроніка στα ελληνικά - ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, Electronics, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονικών ειδών
  • зачеплення στα ελληνικά - προσαρμόζω, ταχύτητα, συμπλοκή, σύμπλεξη, εμπλοκή, δέσμευση, εμπλοκής
  • корінець στα ελληνικά - αγκάθι, πίσω, πλάτη, πίσω μέρος, άμυνα, back
Τυχαίες λέξεις
Подвоїти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού