Подовження στα ελληνικά

Μετάφραση: подовження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επέκταση, προέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Подовження στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антрацит στα ελληνικά - ανθρακίτης, ανθρακίτη, ανθρακί, του ανθρακίτη, τον ανθρακίτη
  • великою στα ελληνικά - πόλη, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
  • дедуктивний στα ελληνικά - επαγωγικός, αφαιρετικής, απαγωγική, επαγωγική, απαγωγικό
  • листовий στα ελληνικά - πρωτάθλημα, κατηγορία, συνασπισμός, φύλλο, φύλλου, δελτίο, φύλλων, ...
Τυχαίες λέξεις
Подовження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επέκταση, προέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης