Поділу στα ελληνικά
Μετάφραση: поділу, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφοίτηση, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- втрата στα ελληνικά - στέρηση, απώλεια, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας
- дієздатність στα ελληνικά - ικανότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
- злорадний στα ελληνικά - μοχθηρός, κακεντρεχής, εμπαθής, κακόβουλος, κακόβουλες, κακόβουλη, δυσοίωνη, ...
- кличка στα ελληνικά - ψευδώνυμο, αυτό το, alias, ψευδωνύμου, το ψευδώνυμο
Τυχαίες λέξεις
Поділу στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφοίτηση, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Μεταφράσεις: αποφοίτηση, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό