Поза στα ελληνικά
Μετάφραση: поза, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στάση, συμπεριφορά, έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вироблений στα ελληνικά - παραγωγός, κατασκευαστής, διαμορφούμενης, επεξεργασμένη, καλοδουλεμένο, σύνθετης, εξεζητημένο
- затрата στα ελληνικά - φθίση, κατανάλωση, zatrata
- колісник στα ελληνικά - τροχοποιός, Wheelwright
- люїзит στα ελληνικά - λάσκος, χαλαρός, ελαστικός, δηλητηριώδες χημικό αέριο, λιουισίτης, λιονισίτη
Τυχαίες λέξεις
Поза στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στάση, συμπεριφορά, έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική
Μεταφράσεις: στάση, συμπεριφορά, έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική