Позначати στα ελληνικά
Μετάφραση: позначати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποδηλώ, εμφαίνω, προσδιορίζω, σημαίνω, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безформний στα ελληνικά - άμορφος, άμορφο, άμορφη, άμορφου, άμορφα
- діл στα ελληνικά - κούκλα, πράξεις, πράξεων, πράξεις που, ενέργειες, πράξεων που
- зарахування στα ελληνικά - ασυνάρτητος, εγγραφή, εγγραφής, την εγγραφή, εγγραφών, εγγραφές
- лиховісний στα ελληνικά - σκυθρωπός, βλοσυρός, απαίσιος, μοχθηρός, δυσοίωνος, απαίσιο, απειλητικό
Τυχαίες λέξεις
Позначати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποδηλώ, εμφαίνω, προσδιορίζω, σημαίνω, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν
Μεταφράσεις: υποδηλώ, εμφαίνω, προσδιορίζω, σημαίνω, ορίσει, ορίζουν, ορίζει, να ορίσει, ορίσουν