Покривати στα ελληνικά
Μετάφραση: покривати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλογο, σκεπάζω, κουβέρτα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις
- верескливий στα ελληνικά - κραυγάζω, κραυγή, φωνάζω, στριγκλίζω, screamy
- визволитися στα ελληνικά - παραδοθεί, παραδίδεται, παραδίδονται, διατυπώθηκε, παραδοθούν
- водорість στα ελληνικά - αγριόχορτο, ζιζανίων, των ζιζανίων, ζιζάνιο, ζιζανίου
- металургійний στα ελληνικά - μεταλλουργός, μεταλλουργική, μεταλλουργικές, μεταλλουργικό, μεταλλουργικών, μεταλλουργικής
Τυχαίες λέξεις
Покривати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλογο, σκεπάζω, κουβέρτα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις: άλογο, σκεπάζω, κουβέρτα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης