Άλογο στα ουκρανικά

Μετάφραση: άλογο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кінь, пороти, покривати, коня, лошадь
Άλογο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άλογο

άλογο εικόνα, άλογο βικιπαίδεια, άλογο αναπαραγωγή, άλογο κινέζικο ωροσκόπιο, άλογο όνειρο, άλογο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άλογο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • άλλοτε στα ουκρανικά - колись, раніше, один, одна, одне, одну, одного
  • άλλωστε στα ουκρανικά - окрім, крім, іншого, З іншого
  • άλσος στα ουκρανικά - гай, роща, ліс
  • άμαξα στα ουκρανικά - анулювати, проведення, лафет, тренувати, станок, тренер, екіпаж, ...
Τυχαίες λέξεις
Άλογο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кінь, пороти, покривати, коня, лошадь