Полохати στα ελληνικά
Μετάφραση: полохати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φοβίζω, εκφοβίζω, τρομάζω, φύγε, αποδιώκω, shoo, φαβορί, πήγαινε
Μεταφράσεις
- запах στα ελληνικά - ευωδιά, άρωμα, ευωδία, πόρτα, οσμή, μυρωδιά, μυρίζω, ...
- запевняти στα ελληνικά - πείθω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
- знаходитися στα ελληνικά - κατοικία, υπάρχω, να βρεθεί, να βρεθούν, να βρείτε, βρίσκεται, βρίσκονται
- літанія στα ελληνικά - απορρίμματα, σκουπίδια, λιτανεία, λιτανείας, λιτάνευση, κατεβατό, περιφορά
Τυχαίες λέξεις
Полохати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φοβίζω, εκφοβίζω, τρομάζω, φύγε, αποδιώκω, shoo, φαβορί, πήγαινε
Μεταφράσεις: φοβίζω, εκφοβίζω, τρομάζω, φύγε, αποδιώκω, shoo, φαβορί, πήγαινε