Поліпшити στα ελληνικά

Μετάφραση: поліпшити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτίωση, αναμόρφωση, βελτιώνω, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Поліпшити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бойлер στα ελληνικά - καζάνι, καυστήρας, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
  • держава στα ελληνικά - κοινοπολιτεία, υφήλιος, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
  • кримінолог στα ελληνικά - εγκληματολόγος, εγκληματολόγο, ο εγκληματολόγος, εγκληματολόγου
  • лівий στα ελληνικά - αριστερά, άφησε, αριστερό, αφήνεται, μείνει
Τυχαίες λέξεις
Поліпшити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτίωση, αναμόρφωση, βελτιώνω, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν