Αναμόρφωση στα ουκρανικά
Μετάφραση: αναμόρφωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетворення, покращення, перетворювати, поліпшити, реформування
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναμόρφωση
αναμόρφωση δαπανών 2013, αναμόρφωση δαπανών λόγω ύπαρξης αφορολογήτων εσόδων(§ 8), αναμόρφωση σημασία, αναμόρφωση δόσεων, αναμόρφωση δόσεων φόρου εισοδήματος, αναμόρφωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναμόρφωση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αναμφίβολος στα ουκρανικά - безперечний, безперечно, безсумнівно, безсумнівний, незаперечний
- αναμφισβήτητα στα ουκρανικά - безперечно, безперечно,
- ανανέωση στα ουκρανικά - відновлюваний, оновлення, поновлення, відновлення
- ανανεώνω στα ουκρανικά - освіжати, освіження, свіжіти, оновлення, поновлення, відновлення
Τυχαίες λέξεις
Αναμόρφωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перетворення, покращення, перетворювати, поліпшити, реформування
Μεταφράσεις: перетворення, покращення, перетворювати, поліпшити, реформування