Помішування στα ελληνικά
Μετάφραση: помішування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνταρακτικός, ανακάτεμα, ανάδευση, η ανάδευση, ανάδευσης, υπό ανάδευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брама στα ελληνικά - θύρα, στεφάνι, πύλη, λήμμα, είσοδος, αυλόπορτα, καταχώρηση, ...
- дезорганізуйте στα ελληνικά - διαταράσσουν, διαταράξει, διαταράξουν, να διαταράξει, διακόψει
- дотримувати στα ελληνικά - τηρώ, παρατηρώ, συμμορφώνονται, συμμόρφωση, συμμορφωθούν, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί
- збалансованість στα ελληνικά - πλάστιγγα, ζυγαριά, ισοζύγιο, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου
Τυχαίες λέξεις
Помішування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνταρακτικός, ανακάτεμα, ανάδευση, η ανάδευση, ανάδευσης, υπό ανάδευση
Μεταφράσεις: συνταρακτικός, ανακάτεμα, ανάδευση, η ανάδευση, ανάδευσης, υπό ανάδευση