Συνταρακτικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνταρακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помішування, огидний, найогидніший, огидне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταρακτικός
συνταρακτικός συνωνυμο, συνταρακτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνταρακτικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνταιριάζω στα ουκρανικά - матадор, вписатися, вписується, вписати, вписатись
- συνταξιούχος στα ουκρανικά - пенсіонер, студент, у відставці
- συντελεστής στα ουκρανικά - посередник, чинник, фактор, агент, комісіонер
- συντεταγμένη στα ουκρανικά - скоординувати, координувати, координата, координуватиме, координуватимуть
Τυχαίες λέξεις
Συνταρακτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: помішування, огидний, найогидніший, огидне
Μεταφράσεις: помішування, огидний, найогидніший, огидне